Η μουσική του Γιώργου Σεφέρη
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΟ ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) είναι ο οικουμενικός Μικρασιάτης, ο οποίος μίλησε, με τον πιο σπαραχτικό τρόπο, για τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Η Πολίνα Ταμπακάκη «χαρίζει» στον Γ. Σεφέρη τον Ιγκόρ Στραβίνσκι Ομως, η ομιλία του δεν είναι μονότονα ελληνοκεντρική. Είναι ο πολυμήχανος Οδυσσέας της Μεσογείου, ο οποίος συνομιλεί κυρίως με τη Δύση και γυρίζει την πλάτη στο Βυζάντιο. Ο αυταρχικός πατέρας σφράγισε την προσωπικότητά του, καθώς τον έκανε εσωστρεφή και ποιητικό. Οχι από την αρχή ποιητή, όχι από την αρχή ακροατή της μουσικής. Ο Γιώργος Σεφέρης μαθαίνει κάθε μέρα κι αυτό φαίνεται στα ημερολόγιά του. Είναι ο άνθρωπος της αμφιβολίας, που δεν φοβάται να τη διατυπώσει. Κι αυτή είναι η σχέση του με τη μουσική: η άγνοια που γίνεται γνώση, η αμφιβολία που μετατρέπεται σε βεβαιότητα.
Αυτή την αμφίδρομη σχέση του Γιώργου Σεφέρη με τη μουσική, που πλάθει με αυτήν τα ποιήματά του και πλάθεται ως ακροατής από αυτήν, διερευνά μια πρωτότυπη μελέτη. Το βιβλίο «Η "μουσική ποιητική" του Γιώργου Σεφέρη» (εκδόσεις Δόμος) της διδάκτορος νεοελληνικής φιλολογίας του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου (King’s College) Πολίνας Ταμπακάκη είναι μία επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής της, την οποία εκπόνησε κατά την περίοδο 2003-2007, υπό την εποπτεία του Ρόντερικ Μπίτον.
Η Πολίνα Ταμπακάκη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε παράλληλα με τη Φιλολογία (Γλωσσολογία) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, βιολί με τη Νίνα Πατρικίδου. Μετά το πέρας του διδακτορικού της, εργάστηκε ως μεταδιδακτορική υπότροφος, στο Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον (2008-09) και ως επισκέπτρια λέκτορας, στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου (2010-11). Το φετινό ακαδημαϊκό έτος είναι λέκτορας στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του King’s College.
Η μελέτη αυτή δείχνει, όπως μας λέει η Πολίνα Ταμπακάκη, «ότι η μουσική έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη μουσική θεωρία και πρακτική του Γιώργου Σεφέρη. Ο Σεφέρης δεν είχε σπουδάσει μουσική, δεν ήξερε να διαβάζει παρτιτούρες και δεν έπαιζε κάποιο μουσικό όργανο». Παρά το γεγονός ότι δεν είχε μουσική παιδεία, εν τούτοις μπήκε σ’ αυτό το «τριπάκι», αφού με τη μουσική έπαιζαν οι ποιητές της μαθητείας του: ο Μαλαρμέ, ο Βαλερί, ο Ελιοτ, ο Πάουντ.
Η τριετία 1931-1934 του Λονδίνου, όπου είχε διοριστεί ως υποπρόξενος, θα είναι καθοριστική για την ποιητική διαμόρφωση του Γιώργου Σεφέρη, υπό τη χρυσή βροχή της μουσικής. «Εκεί, εκτός από τις συναυλίες που παρακολουθούσε, είχε στη διάθεσή του το μικρό κόκκινο γραμμόφωνό του: ήταν αυτή η τεχνολογική εξέλιξη, που άλλαξε ριζικά το άκουσμα και την επαφή του κοινού με τη μουσική. Καθόρισε τη σχέση του Σεφέρη και αποτέλεσε το στοιχείο-κλειδί της μοντερνιστικής «μουσικής ποιητικής» του».
Και τι δεν άκουσε: Μπαχ, Χάιντν, Μπετόβεν, Σοπέν, Στράους, Ραβέλ, Στραβίνσκι.
Στους συναυλιακούς χώρους του Λονδίνου είχε την τύχη να δει και ν’ ακούσει στο πόντιουμ, τον Φούρτβενγκλερ, τον Ραβέλ, τον Σένμπεργκ. «Τ’ απόγευμα άκουσα το δεύτερο μέρος της συμφωνίας του Φρανκ, εκείνο που αρχίζει με τις άρπες κι άρχισα ένα ποίημα που λέγεται "Τυφλοί"», γράφει ο ποιητής στο ημερολόγιό του. «Ενα κεφάλαιο από το ερχόμενο βιβλίο λέγεται "Ιντερμέδιο για χαμηλή φωνή". Ετσι επηρεάζομαι από τις μουσικές γιατί βαρέθηκα να επηρεάζομαι από τους λογοτέχνες. Αύριο θα πάω να αγοράσω το "Φαύνο" ή το "Valse" του Ραβέλ ή το "Bolero". Φαντάζομαι τους μελλούμενους κριτικούς που δεν θα μπορούν να βρουν ποιους έκλεψα. Αν ήμουν ελεύθερος θα πήγαινα στο Παρίσι να σπουδάσω μουσική».
Από εδώ, μέσω αλληλογραφίας με τη μουσικολόγο και τη μουσικοκριτικό Λυδία Φωτοπούλου, θα βάλει σε τάξη τις μουσικές του εμπειρίες. Είναι η γυναίκα η οποία θα τον σφραγίσει: «Δεν κάνω τον σπουδαίο, σου το λέω να το ξέρεις, όταν σου μιλώ για μουσική, νιώθω πως είμαι αγράμματος σ’ αυτό το κεφάλαιο», της εξομολογείται.
Αν το Λονδίνο μεταμόρφωσε τον ποιητή σε συστηματικό ακροατή και μπόλιασε την ποίησή του με τη «μοντερνιστική» χειρονομία του γραμμοφώνου, δημιουργώντας μια διαδραστική συνομιλία στίχου και παρτιτούρας, το Παρίσι ήταν η πρώτη εποχή τής εν γένει αφύπνισης. Ο άνθρωπος θα ανακάλυπτε τον καλλιτέχνη, που είχε μέσα του. Κατά την παριζιάνικη περιπλάνησή του (1918-1924), ο υπό διαμόρφωση χαρακτήρας και δημιουργός, αρχίζει σταδιακά να βγαίνει από το καβούκι της συνεσταλμένης νεότητας.
«Εζησα, με όλη την προσήλωση της ψυχής μου, αγαπώντας την κάθε στιγμή, την κάθε γωνιά, την κάθε πέτρα, ώς και το σπασμένο χάχανο της πιο ελεεινής πόρνης», θυμόταν. Η ζωή η ελεύθερη ήταν πράγματι για να τη ρουφήξει, αφού έχει αφήσει πλέον πίσω του την ασφάλεια μιας άλλης ζωής, της οικογενειακής. Εδώ θα αισθανθεί τον μοντερνιστικό κραδασμό του Σατί και του Στραβίνσκι. Η γαλλική και η ρωσική μουσική πρωτοπορία θα αναμειχθούν «γλυκά» με την τζαζ, το καμπαρέ και το ραγκτάιμ. Ο Σεφέρης είναι ένα «σφουγγάρι», αλλά τα «σφουγγάρια» χρειάζονται καθοδήγηση. Θα την ανακαλύψει στον Κωνσταντινουπολίτη βιολιστή Γιώργο Πονηρίδη, ο οποίος σπούδαζε στο Παρίσι, με τους Εντί και Ρουσέλ, αλλά και στην πιανίστα και πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής του, Ζακλίν Πουγιολόν.
«Εδινε έμφαση στην ανθρώπινη φωνή, τη σιωπή και την αίσθηση του χρόνου», συμπεραίνει η Πολίνα Ταμπακάκη για τη στάση του Γιώργου Σεφέρη απέναντι στην ποίηση και τη μουσική. Αυτές οι τρεις έννοιες «αποτελούν τους άξονες για την ανάλυση της "μουσικής" θεωρίας και πρακτικής του Σεφέρη, ιδιαίτερα στα ποιήματα "Τρία κρυφά ποιήματα", "Νιζίνσκι" και "Ελένη"». *
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=289563
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου