Αναστασία Καλλιοντζή (συγγραφέας)
Οι δύο κεντρικοί ήρωες του βιβλίου, είναι δύο αρκετά γνώριμα πρόσωπα της πρόσφατης νεοελληνικής πραγματικότητας. Μιλήστε μας για αυτούς...
Η «Παράνοια» είναι ένα βιβλίο εμπνευσμένο από την εποχή μας, από τις μέρες μας, από τους καιρούς που ζούμε. Πραγματεύεται ζητήματα όπως η κρίση και σε ό,τι αφορά αυτό το κρίσιμο θέμα της κρίσης, δεν μασάω καθόλου τα λόγια μου. Πραγματεύεται ζητήματα όπως η λαθρομετανάστευση, η φτώχεια, η διαφθορά, όλα αυτά τα οποία αντιμετωπίζουμε καθημερινά, με προεξάρχουσα όμως την ίδια την οικονομική κρίση. Οι ήρωες είναι δύο: ο ένας είναι ο μέχρι πρόσφατα πάμπλουτος επιχειρηματίας Σπύρος Παπασπύρου, τον οποίο το σήμερα τον βρίσκει να κατρακυλάει στα σκαλιά της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, γιατί η κρίση τον έχει τσακίσει, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα για αυτόν τον οδυνηρό του κατήφορο. Στον αντίποδα, βρίσκεται ο άλλος ήρωας, ένας λαθρομετανάστης από την Αφρική που έρχεται στην Ελλάδα ελπίζοντας να βρει εδώ τη Γη της Επαγγελίας, έχοντας το όνειρο μιας καλύτερης ζωής χωρίς όμως να μπορεί να φανταστεί ότι το όνειρο αυτό θα εξελιχθεί σε εφιάλτη. Αυτοί οι δύο άνθρωποι συναντιούνται δύο φορές στην πορεία του βιβλίου, παίζοντας καταλυτικό ρόλο ο ένας στη ζωή του άλλου χωρίς ωστόσο ποτέ να γνωριστούν. Παραμένουν δύο άγνωστοι που όμως η μοίρα τούς συνδέει άρρηκτα. Αυτό το οποίο βγαίνει τελικά μέσα από την «Παράνοια», μολονότι περιγράφει την κρίση που ζούμε με όλα της τα χρώματα -τα οποία είναι μάλλον μελανά- είναι τελικά ο τρόπος με τον οποίο στέκονται οι άνθρωποι απέναντι στα πράγματα. Το πώς θα αντιμετωπίσει κάποιος μια εμπειρία καλή ή κακή, είναι θέμα προσωπικής επιλογής και στάσης ζωής. Μπορείς να αντιμετωπίσεις το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί με απελπισία και καταρράκωση, μπορείς όμως και να το αντιμετωπίσεις με αισιοδοξία ή ακόμη και με αυτοθυσία.
Ο τίτλος του βιβλίου -«Παράνοια»- περιγράφει περισσότερο το σκηνικό που επικρατεί τελευταία στο κέντρο της Αθήνας ή περισσότερο αυτό που συμβαίνει στον ψυχισμό και τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων;
Επέλεξα τον τίτλο αυτό ακριβώς για να περιγράψω τις καταστάσεις που βιώνουν οι άνθρωποι όχι μόνο στο κέντρο της Αθήνας -μολονότι η δράση εκτυλίσσεται εκεί – αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα που λίγο έως πολύ βιώνει την κρίση. Στην επαρχία βέβαια είναι κάπως διαφορετικά τα πράγματα. Η «Παράνοια» δεν περιγράφει τόσο αυτό που συμβαίνει στον ψυχισμό των δύο ηρώων, μολονότι όλη αυτή η απελπισία που βιώνουν μπορεί να τους οδηγήσει σε ακρότητες. Περιγράφει περισσότερο την παράξενη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από τότε που ξέσπασε η κρίση και μετά. Μια κατάσταση που μας κάνει να μοιάζουμε με σκύλους, που κυνηγούν την ουρά τους. Πράγμα ακατόρθωτο, γιατί δεν πρόκειται να την πιάσουν ποτέ.
Αντιπαραβάλλοντας τις δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά επώδυνες και καταστροφικές ιστορίες των δύο ηρώων, τι θέλετε τελικά να αποκομίσει ο αναγνώστης;
Ο Παπασπύρου θα έλεγε κανείς ότι πληρώνει δίκαια ή και άδικα ακόμη -αυτό δεν μπορώ ούτε εγώ να το κρίνω που τον δημιούργησα- το τίμημα της αλαζονείας του ισχυρού, που αρκεί μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα κρίσιμη, σαν την τωρινή, για να τον καταστρέψει και να τον οδηγήσει στην πτώση. Στον αντίποδα βρίσκεται το μοιραίο πρόσωπο σε όλη αυτήν την ιστορία, ο Ροτίμι (ο Αφρικανός λαθρομετανάστης). Πιστεύω πως μέσα από τη δυστυχία του παραδίδει μαθήματα ανθρωπιάς και δεν διστάζει να θυσιάσει ό,τι πολυτιμότερο έχει. Νομίζω πως ο άνθρωπος αυτός είναι ένα παράδειγμα ελπίδας, στο οποίο αξίζει να σταθούμε.
Αντίστοιχα πρόσωπα και περιστατικά έχετε δει και στην πραγματικότητα, μέσα από τη δικηγορική σας ιδιότητα;
Φυσικά! Θύματα της κρίσης έχω γνωρίσει πάρα πολλά. Και μέσα από το δικηγορικό μου γραφείο γνώρισα πολλούς, κυρίως εμπόρους που είχαν καταστήματα που έκλεισαν. Εκτός από το να εργάζομαι, ζω κιόλας στο κέντρο της Αθήνας, σε μια πάρα πολύ επικίνδυνη περιοχή, σε ένα κέντρο όπου ουσιαστικά συμβαίνουν τα πάντα. Εκτός από κέντρο της πόλης, είναι και κέντρο λαθρομεταναστών, κέντρο διακίνησης ναρκωτικών, κέντρο ληστειών κλπ. Το ιστορικό κέντρο, όπου τόσα πολλά λέγονται για αυτό και τίποτα τελικά δεν γίνεται, είναι ένα καλειδοσκόπιο ψυχών και σωμάτων το οποίο αποτελεί μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Μπορεί τα πρόσωπα του βιβλίου να μην είναι υπαρκτά αλλά σίγουρα θα μπορούσαν να είναι.
Πώς ξεκινήσατε το γράψιμο; Ειλικρινά, ακόμη και τώρα που έχουν περάσει έντεκα χρόνια από τότε που έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, δεν μπορώ να απαντήσω πώς ακριβώς έγινε. Ήταν μια εσωτερική πάλη στην οποία δεν μπορούσα να αντισταθώ με τίποτα. Μία ωραία πρωία, άνοιξα τον υπολογιστή μου και αντί να γράψω ένα εξώδικο, όπως είχα κατά νου, ξεκίνησα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο «Μη μου λες αντίο». Έτσι, τόσο απλά.
Βλέπετε περισσότερο τον εαυτό σας ως καταγραφέα των γεγονότων τη στιγμή που εξελίσσονται ή ως δημιουργό μιας μυθοπλασίας, μιας ιστορίας που θα περάσει στον αναγνώστη και θα του δώσει συντροφιά και διεξόδους από την καθημερινότητα;
Χωρίς να θέλω να παραστήσω το σταυροφόρο της λογοτεχνίας, νομίζω ότι είναι η δικηγορική μου ιδιότητα που με κάνει πιο συναισθηματικά εμπεπλεγμένη με τα δρώμενα των καιρών και αυτό με οδηγεί στα κοινωνικά θέματα για τα οποία επιλέγω να γράψω, όπως συνέβη και με την «Παράνοια». Ήθελα πολύ να δώσω ένα έργο που τρόπον τινά να αποτελέσει ένα ντοκουμέντο -όπως το χαρακτήρισε ένας αναγνώστης- στο οποίο θα αναφέρονται οι επόμενες γενιές για να δουν τι περάσαμε αυτήν την περίοδο. Συγκλονίστηκα όταν διάβασα αυτό το σχόλιο του αναγνώστη στο διαδίκτυο.
Όλα τα βιβλία σας έχουν μπει στις λίστες με τα ευπώλητα και έχουν παραμείνει εκεί για αρκετό καιρό. Τι κάνει τελικά το ευρύτερο κοινό να αγκαλιάσει ένα βιβλίο ακόμη και στις μέρες μας που δεν μπορούν όλοι να δαπανήσουν πολλά χρήματα;
Δύο πράγματα είναι αυτά που μπορούν να κάνουν ένα βιβλίο να πάει πολύ καλά. Το ένα είναι η πολύ καλή προώθηση εκ μέρους του εκδοτικού, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ζούμε σε μια κοινωνία όπου οι πληροφορίες τρέχουν πολύ γρήγορα και ως εκ τούτου θα πρέπει να υπάρχει ένα πολύ καλό δίκτυο προώθησης και διανομής, που θα γνωστοποιεί το προϊόν. Αν και για τα δικά μου βιβλία έχω την αίσθηση αυτό δεν ισχύει τόσο, γιατί διαδόθηκαν περισσότερο από στόμα σε στόμα. Όμως αυτό που κάνει τελικά ένα βιβλίο να μείνει στην ιστορία, είναι η αλήθεια του συγγραφέα. Αυτή η αλήθεια του φαίνεται, βγαίνει προς τα έξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου