Οι παιδικές βιβλιοθήκες εκπέμπουν SOS!
Της Ελευθερίας Κανακάκη
Με έναν ξεχωριστό τρόπο, η συγγραφέας Λίλα Κονομάρα εξηγεί γιατί δεν πρέπει να επιτρέψουμε να κλείσει ούτε μία παιδική βιβλιοθήκη.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τον εορτασμό της Ημέρας Γέννησης του μεγάλου Δανού παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου, στις 2 Απριλίου, ανακοινώθηκε το κλείσιμο 28 παιδικών και εφηβικών βιβλιοθηκών σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας, σαν άλλη μία απόδειξη ότι η πολιτεία δεν μπορεί -και προφανώς, δε θέλει- να κατανοήσει τη σημασία της λογοτεχνίας στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου.
«Τα παιδιά έβλεπαν τη βιβλιοθήκη σαν το σπίτι τους κι εμένα σαν τη μητέρα τους», είπε σε σχετική συνέντευξη Τύπου, με φανερή συγκίνηση στη φωνή της, η Δέσποινα Κοτόρνου, υπεύθυνη της Παιδικής και Εφηβικής Βιβλιοθήκης στη Μύκη της Θράκης που, εδώ κι ένα χρόνο, παραμένει κλειστή λόγω επίσχεσης εργασίας των απλήρωτων εργαζόμενων. Βλέπετε, ήδη από το 1979, οι παιδικές κι εφηβικές βιβλιοθήκες λειτουργούν σε απομονωμένες ή υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας, εξυπηρετούν κατά μέσο όρο 2.400 παιδιά και δανείζουν περίπου 700 βιβλία ημερησίως, χρηματοδοτούμενες κυρίως από το Δημόσιο και, σε μικρότερο μέρος, από ιδιωτικές χορηγίες. Την τελευταία τριετία, όμως, η δημόσια χρηματοδότηση μειώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον να καλυφθούν οι μισθοί του προσωπικού και τα πάγια έξοδα λειτουργίας τους.
Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι ότι, σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν επιπλέον πόροι, πιστεύω ωστόσο ότι τα πάντα είναι θέμα προτεραιοτήτων. Στα Πομακοχώρια, για παράδειγμα, όπου δεν υπάρχει ούτε μία παιδική χαρά, η βιβλιοθήκη αποτελούσε πραγματική διέξοδο για τα παιδιά που, μεταξύ άλλων, συμμετείχαν σε διάφορες δραστηριότητες (ανάγνωση βιβλίων, ποιητικές βραδιές, συζητήσεις, δραματοποίηση παραμυθιών, εκπαιδευτικά προγράμματα κ.α.), έπαιρναν μέρος σε έρευνες και αναζητούσαν υλικό για τις σχολικές τους εργασίες. Έτσι κι αλλιώς, κάθε βιβλιοθήκη είναι ένας ζωτικός χώρος γνώσης, σκέψης, έκφρασης, δημιουργίας, ψυχαγωγίας ·πόσο μάλλον, μια βιβλιοθήκη που απευθύνεται σε παιδιά τα οποία, σε σχέση με πολλά συνομήλικά τους, δεν έχουν ίσες -ούτε καν «άλλες»- ευκαιρίες.
Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε περαιτέρω το αυτονόητο ·ότι επιβάλλεται, δηλαδή, να βρεθεί άμεσα μια λύση τόσο από το υπουργείο Παιδείας όσο από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ο Οργανισμός Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών φέρεται να έχει μία πρόταση (κλείσιμο μόνο των βιβλιοθηκών που δεν έχουν ιδιωτική υποστήριξη, εξεύρεση νέων χορηγιών, κατάρτιση συμφωνιών με τους Δήμους) με την οποία, όμως, το σωματείο εργαζομένων διαφωνεί, εμμένοντας στην αρχική θέση τους: «Όλες οι βιβλιοθήκες παράγουν έργο και γι’ αυτό όλες πρέπει να μείνουν ανοιχτές και να θεσμοθετηθούν ως σχολικές βιβλιοθήκες!» Μάλιστα, από τις αρχές Φεβρουαρίου, κυκλοφορεί στο διαδίκτυο αίτημα συλλογής υπογραφών, ενώ ο Σύλλογος Φίλων Παιδικών και Νεανικών Βιβλιοθηκών έχει ήδη ξεκινήσει σειρά από κινητοποιήσεις. Από τη δική μας μεριά, την ανάγκη επιβίωσης και ανάπτυξης του θεσμού αφήσαμε να την εκφράσει με το δικό της, μοναδικό τρόπο η συγγραφέας Λίλα Κονομάρα η οποία, το 2004, ανέλαβε την πρωτοβουλία να «στήσει» στο Α΄ Δημοτικό Σχολείο Ψυχικού μια σχολική βιβλιοθήκη.
«Όταν ήμουν μικρή, είχαμε στο σπίτι μας ένα καφέ, διθέσιο καναπεδάκι όπου, κάθε βράδυ, καθόμασταν με τον αδερφό μου και τη μητέρα μου, κι εκείνη μας διάβαζε από μια ραψωδία της Οδύσσειας. Στο τέλος, μοιραζόμασταν με τον αδερφό μου τους ρόλους και παίζαμε όλα όσα είχαμε ακούσει.
Πρέπει να πήγαινα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού και περίμενα, θυμάμαι, με ανυπομονησία πότε θα ‘ρθει η ώρα που η μητέρα μου θα ανοίξει τις μαγικές σελίδες εκείνου του βιβλίου απ’ όπου ξεπηδούσαν γοργόνες και βασιλιάδες, τόποι παραμυθένιοι και απίθανες περιπέτειες. Μετά απ’ αυτή την εμπειρία, δεν άργησα να πάρω μόνη μου ένα βιβλίο και να βυθιστώ μες τις σελίδες του. Έτσι ανακάλυψα τη μαγεία του βιβλίου, αυτή την αναντικατάστατη απόλαυση που ακόμα και σήμερα παραμένει εξίσου ισχυρή: μπροστά σ’ ένα ωραίο κείμενο, το θαύμα ξαναγίνεται, η μαγεία επιστρέφει, διαφορετικά, πάντως επιστρέφει και θα επιστρέφει ως το τέλος της ζωής.
Πίστευα πάντα πως η σχέση με το βιβλίο οικοδομείται από πολύ μικρή ηλικία και γι’ αυτό μου έκανε εντύπωση πώς αποφασίστηκε να δημιουργηθούν σχολικές βιβλιοθήκες πρώτα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο και όχι στο Δημοτικό. Αναγνώστης γίνεσαι από μικρός ·στην εφηβεία έχεις άλλα πράγματα να ανακαλύψεις, οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε στο μυαλό μου η ιδέα της δημιουργίας μιας σχολικής βιβλιοθήκης στο δημοτικό.
Το στήσιμο μιας σχολικής βιβλιοθήκης είναι μια συλλογική δουλειά. Απαιτούνται χρήματα, καλή συνεργασία με τη διεύθυνση του σχολείου και εθελοντική εργασία από πολλούς. Συγκεντρώσαμε λοιπόν χρήματα από χορηγούς, καθώς και μέσω εκδηλώσεων που διοργανώσαμε γι’ αυτό το σκοπό. Με αυτό τον τρόπο αγοράστηκαν τα έπιπλα, ο υπόλοιπος εξοπλισμός και τα πρώτα βιβλία, ενώ ζητήσαμε τη βοήθεια βιβλιοθηκονόμων προκειμένου να οργανώσουμε τη βιβλιοθήκη. Στη συνέχεια, κάναμε έκκληση σε εκδότες, δημοσιογράφους, βιβλιοπώλες και φίλους για να εμπλουτίσουμε τη συλλογή και καταφέραμε να μαζέψουμε 1.560 βιβλία.
Για να στηθεί η βιβλιοθήκη, να καταγραφούν και να ταξινομηθούν τόσα βιβλία απαιτείται πολλή δουλειά. Η συμμετοχή των γονιών υπήρξε καθοριστική σε όλα τα στάδια: κουβάλησαν και έστησαν ράφια, άλλαξαν πρίζες, σφράγισαν βιβλία, τα κατέγραψαν, τους έβαλαν ετικέτα στη ράχη και άλλα πολλά. Τα παιδιά γέμισαν με τις ζωγραφιές τους τους τοίχους.
Το να δημιουργηθεί όμως η βιβλιοθήκη δε φτάνει. Πρέπει και να διασφαλιστεί η λειτουργία της. Καθώς δεν προβλέπονται σχολικές βιβλιοθήκες για το δημοτικό σχολείο, δεν υπάρχει φυσικά και δυνατότητα πρόσληψης βιβλιοθηκονόμου. Η εθελοντική εργασία είναι απαραίτητη και σ’ αυτό το στάδιο, όπως και η εξεύρεση τρόπων που θα παρακινήσουν τα παιδιά να μπουν σ’ αυτό το χώρο και να μάθουν να τον επισκέπτονται συχνά.
Η βιβλιοθήκη στο δημοτικό σχολείο παίζει πολλαπλό ρόλο: πρώτα απ’ όλα εξοικειώνει το παιδί με το βιβλίο και μάλιστα με το ολοκληρωμένο κείμενο. Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την αποσπασματικότητα, την κατάτμηση των λέξεων και τα sms, αναπτύσσεται στα παιδιά όλο και μεγαλύτερη δυσχέρεια και φόβος μπροστά στον όγκο ενός βιβλίου.
Ο δεύτερος στόχος και ο σημαντικότερος είναι η απόλαυση που μπορεί να προσφέρει κάνοντας -με τη βοήθεια και του οπτικοακουστικού υλικού- το μάθημα πολύ πιο ζωντανό και ενδιαφέρον. Ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να διαβαστεί, να σχεδιαστεί, να γίνει παιχνίδι, θεατρικό έργο, να συγκριθεί, να συνεχιστεί ή να ξαναγραφτεί. Η γεωγραφία μπορεί να ξαναγίνει ένα μάθημα μαγικό και όχι μια ξερή αποστήθιση συνόρων, βουνών και ποταμών. Μπορούμε να απλώσουμε τους χάρτες και να ταξιδέψουμε στο δρόμο του μεταξιού, να περιπλανηθούμε μ’ ένα cd-rom στο εσωτερικό μιας πυραμίδας ή να μεταφερθούμε στην Κίνα του Καζαντζάκη. Ζωγραφικοί πίνακες, μουσικές, αρχαία μνημεία, λουλούδια και τροπικά δάση, εφευρέσεις πειράματα και θεωρίες, τα βιβλία παντού σου διηγούνται κι από μια ιστορία.
Εκτός από το δανεισμό, η επίσκεψη μιας τάξης στη βιβλιοθήκη, ενθαρρύνει μια διαφορετική προσέγγιση του γνωστικού αντικειμένου και την υιοθέτηση άλλων πρακτικών. Πέρα από τη σταδιακή εκμάθηση μιας μεθοδολογίας, ευνοεί την εργασία κατά ομάδες, το διάλογο και τη βιωματική προσέγγιση, καθώς απαιτεί ένα συνδυασμό γνώσεων και δεξιοτήτων. Μια ομάδα παιδιών συλλέγει τις πληροφορίες, μια άλλη τις ανασυνθέτει, κάποιος τις μεταφέρει προφορικά στους άλλους, κάποιος σχεδιάζει κοκ.
Τέλος, η βιβλιοθήκη μπορεί να αποτελέσει ένα ζωντανό χώρο εκδηλώσεων, φέρνοντας τα παιδιά σε επαφή με όλες τις πτυχές του πολιτισμού. Συγγραφείς, ζωγράφοι, μουσικοί μπορούν να έρθουν να μιλήσουν οι ίδιοι για τους ήρωές τους και τα έργα τους, όπως και κάθε είδους επιστήμονες ή τεχνίτες να παρουσιάσουν το γνωστικό τους αντικείμενο. Ακόμη και μια εκδρομή μπορεί να σχεδιαστεί ολόκληρη μέσα από τη βιβλιοθήκη ή να στηθεί ένα παιδαγωγικό project.
Στα παλιά τα χρόνια, που τα ταξίδια ήταν δύσκολα, υπήρχαν οι παραμυθάδες που γυρνούσαν από τον ένα τόπο στον άλλο και κουβαλούσαν ιστορίες. Δικοί μας παραμυθάδες μπορούν να είναι σήμερα οι βιβλιοθήκες. Γιατί όλοι μας άλλωστε, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, αυτό κάνουμε. Ακούμε ή λέμε ιστορίες. Ο καθένας μας μεταφέρει ιστορίες μέσα στο χρόνο. Και δεν νομίζω πως μπορεί να βρει μεγαλύτερη ανταπόκριση απ’ όση υπάρχει στο μαγεμένο βλέμμα ενός παιδιού.»
σ.σ.: Η ιστορία της Λίλας Κονομάρα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Διαβάζω», απ’ όπου και αναδημοσιεύεται σήμερα.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τον εορτασμό της Ημέρας Γέννησης του μεγάλου Δανού παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου, στις 2 Απριλίου, ανακοινώθηκε το κλείσιμο 28 παιδικών και εφηβικών βιβλιοθηκών σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας, σαν άλλη μία απόδειξη ότι η πολιτεία δεν μπορεί -και προφανώς, δε θέλει- να κατανοήσει τη σημασία της λογοτεχνίας στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου.
«Τα παιδιά έβλεπαν τη βιβλιοθήκη σαν το σπίτι τους κι εμένα σαν τη μητέρα τους», είπε σε σχετική συνέντευξη Τύπου, με φανερή συγκίνηση στη φωνή της, η Δέσποινα Κοτόρνου, υπεύθυνη της Παιδικής και Εφηβικής Βιβλιοθήκης στη Μύκη της Θράκης που, εδώ κι ένα χρόνο, παραμένει κλειστή λόγω επίσχεσης εργασίας των απλήρωτων εργαζόμενων. Βλέπετε, ήδη από το 1979, οι παιδικές κι εφηβικές βιβλιοθήκες λειτουργούν σε απομονωμένες ή υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας, εξυπηρετούν κατά μέσο όρο 2.400 παιδιά και δανείζουν περίπου 700 βιβλία ημερησίως, χρηματοδοτούμενες κυρίως από το Δημόσιο και, σε μικρότερο μέρος, από ιδιωτικές χορηγίες. Την τελευταία τριετία, όμως, η δημόσια χρηματοδότηση μειώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον να καλυφθούν οι μισθοί του προσωπικού και τα πάγια έξοδα λειτουργίας τους.
Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι ότι, σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν επιπλέον πόροι, πιστεύω ωστόσο ότι τα πάντα είναι θέμα προτεραιοτήτων. Στα Πομακοχώρια, για παράδειγμα, όπου δεν υπάρχει ούτε μία παιδική χαρά, η βιβλιοθήκη αποτελούσε πραγματική διέξοδο για τα παιδιά που, μεταξύ άλλων, συμμετείχαν σε διάφορες δραστηριότητες (ανάγνωση βιβλίων, ποιητικές βραδιές, συζητήσεις, δραματοποίηση παραμυθιών, εκπαιδευτικά προγράμματα κ.α.), έπαιρναν μέρος σε έρευνες και αναζητούσαν υλικό για τις σχολικές τους εργασίες. Έτσι κι αλλιώς, κάθε βιβλιοθήκη είναι ένας ζωτικός χώρος γνώσης, σκέψης, έκφρασης, δημιουργίας, ψυχαγωγίας ·πόσο μάλλον, μια βιβλιοθήκη που απευθύνεται σε παιδιά τα οποία, σε σχέση με πολλά συνομήλικά τους, δεν έχουν ίσες -ούτε καν «άλλες»- ευκαιρίες.
Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε περαιτέρω το αυτονόητο ·ότι επιβάλλεται, δηλαδή, να βρεθεί άμεσα μια λύση τόσο από το υπουργείο Παιδείας όσο από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ο Οργανισμός Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών φέρεται να έχει μία πρόταση (κλείσιμο μόνο των βιβλιοθηκών που δεν έχουν ιδιωτική υποστήριξη, εξεύρεση νέων χορηγιών, κατάρτιση συμφωνιών με τους Δήμους) με την οποία, όμως, το σωματείο εργαζομένων διαφωνεί, εμμένοντας στην αρχική θέση τους: «Όλες οι βιβλιοθήκες παράγουν έργο και γι’ αυτό όλες πρέπει να μείνουν ανοιχτές και να θεσμοθετηθούν ως σχολικές βιβλιοθήκες!» Μάλιστα, από τις αρχές Φεβρουαρίου, κυκλοφορεί στο διαδίκτυο αίτημα συλλογής υπογραφών, ενώ ο Σύλλογος Φίλων Παιδικών και Νεανικών Βιβλιοθηκών έχει ήδη ξεκινήσει σειρά από κινητοποιήσεις. Από τη δική μας μεριά, την ανάγκη επιβίωσης και ανάπτυξης του θεσμού αφήσαμε να την εκφράσει με το δικό της, μοναδικό τρόπο η συγγραφέας Λίλα Κονομάρα η οποία, το 2004, ανέλαβε την πρωτοβουλία να «στήσει» στο Α΄ Δημοτικό Σχολείο Ψυχικού μια σχολική βιβλιοθήκη.
«Όταν ήμουν μικρή, είχαμε στο σπίτι μας ένα καφέ, διθέσιο καναπεδάκι όπου, κάθε βράδυ, καθόμασταν με τον αδερφό μου και τη μητέρα μου, κι εκείνη μας διάβαζε από μια ραψωδία της Οδύσσειας. Στο τέλος, μοιραζόμασταν με τον αδερφό μου τους ρόλους και παίζαμε όλα όσα είχαμε ακούσει.
Πρέπει να πήγαινα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού και περίμενα, θυμάμαι, με ανυπομονησία πότε θα ‘ρθει η ώρα που η μητέρα μου θα ανοίξει τις μαγικές σελίδες εκείνου του βιβλίου απ’ όπου ξεπηδούσαν γοργόνες και βασιλιάδες, τόποι παραμυθένιοι και απίθανες περιπέτειες. Μετά απ’ αυτή την εμπειρία, δεν άργησα να πάρω μόνη μου ένα βιβλίο και να βυθιστώ μες τις σελίδες του. Έτσι ανακάλυψα τη μαγεία του βιβλίου, αυτή την αναντικατάστατη απόλαυση που ακόμα και σήμερα παραμένει εξίσου ισχυρή: μπροστά σ’ ένα ωραίο κείμενο, το θαύμα ξαναγίνεται, η μαγεία επιστρέφει, διαφορετικά, πάντως επιστρέφει και θα επιστρέφει ως το τέλος της ζωής.
Πίστευα πάντα πως η σχέση με το βιβλίο οικοδομείται από πολύ μικρή ηλικία και γι’ αυτό μου έκανε εντύπωση πώς αποφασίστηκε να δημιουργηθούν σχολικές βιβλιοθήκες πρώτα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο και όχι στο Δημοτικό. Αναγνώστης γίνεσαι από μικρός ·στην εφηβεία έχεις άλλα πράγματα να ανακαλύψεις, οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε στο μυαλό μου η ιδέα της δημιουργίας μιας σχολικής βιβλιοθήκης στο δημοτικό.
Το στήσιμο μιας σχολικής βιβλιοθήκης είναι μια συλλογική δουλειά. Απαιτούνται χρήματα, καλή συνεργασία με τη διεύθυνση του σχολείου και εθελοντική εργασία από πολλούς. Συγκεντρώσαμε λοιπόν χρήματα από χορηγούς, καθώς και μέσω εκδηλώσεων που διοργανώσαμε γι’ αυτό το σκοπό. Με αυτό τον τρόπο αγοράστηκαν τα έπιπλα, ο υπόλοιπος εξοπλισμός και τα πρώτα βιβλία, ενώ ζητήσαμε τη βοήθεια βιβλιοθηκονόμων προκειμένου να οργανώσουμε τη βιβλιοθήκη. Στη συνέχεια, κάναμε έκκληση σε εκδότες, δημοσιογράφους, βιβλιοπώλες και φίλους για να εμπλουτίσουμε τη συλλογή και καταφέραμε να μαζέψουμε 1.560 βιβλία.
Για να στηθεί η βιβλιοθήκη, να καταγραφούν και να ταξινομηθούν τόσα βιβλία απαιτείται πολλή δουλειά. Η συμμετοχή των γονιών υπήρξε καθοριστική σε όλα τα στάδια: κουβάλησαν και έστησαν ράφια, άλλαξαν πρίζες, σφράγισαν βιβλία, τα κατέγραψαν, τους έβαλαν ετικέτα στη ράχη και άλλα πολλά. Τα παιδιά γέμισαν με τις ζωγραφιές τους τους τοίχους.
Το να δημιουργηθεί όμως η βιβλιοθήκη δε φτάνει. Πρέπει και να διασφαλιστεί η λειτουργία της. Καθώς δεν προβλέπονται σχολικές βιβλιοθήκες για το δημοτικό σχολείο, δεν υπάρχει φυσικά και δυνατότητα πρόσληψης βιβλιοθηκονόμου. Η εθελοντική εργασία είναι απαραίτητη και σ’ αυτό το στάδιο, όπως και η εξεύρεση τρόπων που θα παρακινήσουν τα παιδιά να μπουν σ’ αυτό το χώρο και να μάθουν να τον επισκέπτονται συχνά.
Η βιβλιοθήκη στο δημοτικό σχολείο παίζει πολλαπλό ρόλο: πρώτα απ’ όλα εξοικειώνει το παιδί με το βιβλίο και μάλιστα με το ολοκληρωμένο κείμενο. Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την αποσπασματικότητα, την κατάτμηση των λέξεων και τα sms, αναπτύσσεται στα παιδιά όλο και μεγαλύτερη δυσχέρεια και φόβος μπροστά στον όγκο ενός βιβλίου.
Ο δεύτερος στόχος και ο σημαντικότερος είναι η απόλαυση που μπορεί να προσφέρει κάνοντας -με τη βοήθεια και του οπτικοακουστικού υλικού- το μάθημα πολύ πιο ζωντανό και ενδιαφέρον. Ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να διαβαστεί, να σχεδιαστεί, να γίνει παιχνίδι, θεατρικό έργο, να συγκριθεί, να συνεχιστεί ή να ξαναγραφτεί. Η γεωγραφία μπορεί να ξαναγίνει ένα μάθημα μαγικό και όχι μια ξερή αποστήθιση συνόρων, βουνών και ποταμών. Μπορούμε να απλώσουμε τους χάρτες και να ταξιδέψουμε στο δρόμο του μεταξιού, να περιπλανηθούμε μ’ ένα cd-rom στο εσωτερικό μιας πυραμίδας ή να μεταφερθούμε στην Κίνα του Καζαντζάκη. Ζωγραφικοί πίνακες, μουσικές, αρχαία μνημεία, λουλούδια και τροπικά δάση, εφευρέσεις πειράματα και θεωρίες, τα βιβλία παντού σου διηγούνται κι από μια ιστορία.
Εκτός από το δανεισμό, η επίσκεψη μιας τάξης στη βιβλιοθήκη, ενθαρρύνει μια διαφορετική προσέγγιση του γνωστικού αντικειμένου και την υιοθέτηση άλλων πρακτικών. Πέρα από τη σταδιακή εκμάθηση μιας μεθοδολογίας, ευνοεί την εργασία κατά ομάδες, το διάλογο και τη βιωματική προσέγγιση, καθώς απαιτεί ένα συνδυασμό γνώσεων και δεξιοτήτων. Μια ομάδα παιδιών συλλέγει τις πληροφορίες, μια άλλη τις ανασυνθέτει, κάποιος τις μεταφέρει προφορικά στους άλλους, κάποιος σχεδιάζει κοκ.
Τέλος, η βιβλιοθήκη μπορεί να αποτελέσει ένα ζωντανό χώρο εκδηλώσεων, φέρνοντας τα παιδιά σε επαφή με όλες τις πτυχές του πολιτισμού. Συγγραφείς, ζωγράφοι, μουσικοί μπορούν να έρθουν να μιλήσουν οι ίδιοι για τους ήρωές τους και τα έργα τους, όπως και κάθε είδους επιστήμονες ή τεχνίτες να παρουσιάσουν το γνωστικό τους αντικείμενο. Ακόμη και μια εκδρομή μπορεί να σχεδιαστεί ολόκληρη μέσα από τη βιβλιοθήκη ή να στηθεί ένα παιδαγωγικό project.
Στα παλιά τα χρόνια, που τα ταξίδια ήταν δύσκολα, υπήρχαν οι παραμυθάδες που γυρνούσαν από τον ένα τόπο στον άλλο και κουβαλούσαν ιστορίες. Δικοί μας παραμυθάδες μπορούν να είναι σήμερα οι βιβλιοθήκες. Γιατί όλοι μας άλλωστε, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, αυτό κάνουμε. Ακούμε ή λέμε ιστορίες. Ο καθένας μας μεταφέρει ιστορίες μέσα στο χρόνο. Και δεν νομίζω πως μπορεί να βρει μεγαλύτερη ανταπόκριση απ’ όση υπάρχει στο μαγεμένο βλέμμα ενός παιδιού.»
σ.σ.: Η ιστορία της Λίλας Κονομάρα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Διαβάζω», απ’ όπου και αναδημοσιεύεται σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου